σκιατραφία

σκιατραφία
και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ]
1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή
2. συνεκδ. μαλθακότητα
3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι
θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκιατραφίᾳ — σκιᾱτραφίαι , σκιατραφία a being brought up in the shade fem nom/voc pl σκιᾱτραφίᾱͅ , σκιατραφία a being brought up in the shade fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατραφίας — σκιᾱτραφίᾱς , σκιατραφία a being brought up in the shade fem acc pl σκιᾱτραφίᾱς , σκιατραφία a being brought up in the shade fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιατροφία — ἡ, Α βλ. σκιατραφία …   Dictionary of Greek

  • σκιατραφίαν — σκιᾱτραφίᾱν , σκιατραφία a being brought up in the shade fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”