- σκιατραφία
- και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ]1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή2. συνεκδ. μαλθακότητα3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαιθηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.